Η φωτογραφια της κονιτσας.
Δεν είναι γνωστό ακριβώς πότε χτίστηκε η Κόνιτσα, πάντως η παρουσία του ανθρώπινου στοιχείου στην περιοχή χρονολογείται πριν από 10.000 χρόνια περίπου. Η Κόνιτσα αποτελούσε σημείο ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας από την εποχή που ζούσαν εκεί οι Μολοσσοί και ο Πύρος. Κατά την περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, μέσα στα πλαίσια της γενικής οχύρωσης, χτίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή αρκετά κάστρα, όπως αυτό που σώζεται στο χωριό Κλειδωνιά. Η ονομασία "Κόνιτσα" κάνει την εμφάνισή της στη σύγχρονη ιστορία την εποχή του Κωνσταντίνου Πωγωνάτου. Στο διάστημα της Τουρκοκρατίας, από το 1453 έως το 1913 που απελευθερώθηκε τελικά, γνώρισε μεγάλη οικονομική και πολιτιστική άνθιση και έτυχε ευνοϊκής μεταχείρισης, κυρίως επειδή ήταν ο τόπος καταγωγής της Χάμκως, μητέρας του Αλή Πασά. Το 1775 πέρασε από κει ο μεγάλος δάσκαλος του Γένους Κοσμάς ο Αιτωλός και ανέπτυξε σπουδαία θρησκευτική δράση στην εξισλαμισμένη από τους Τούρκους περιοχή. Κατά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο η Κόνιτσα υπεβλήθη σε τρομερές δοκιμασίες. Το 1940-41 υπέστη μεγάλες καταστροφές, καθώς πυρπολήθηκε από τους Ιταλούς και δέχτηκε σφοδρές επιθέσεις από συμμορίες Αλβανών. Λίγα χρόνια αργότερα, πριν προλάβει να συνέλθει από τις τραγωδίες του Ελληνοιταλικού πολέμου, δέχτηκε νέο σοβαρό πλήγμα κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, όπου αφανίστηκαν οικογένειες και καταστράφηκαν ολόκληρες περιουσίες.
Στις εσχατιές της Ελλάδας βρίσκεται ένας κάμπος που είναι τόπος συνάντησης ποταμών και προστατεύεται από πανύψηλα βουνά. Μια αίσθηση απομόνωσης αλλά και πληρότητας κυριαρχεί στην επαρχία Κονίτσης, όπου ο ρυθμός της ζωής ακολουθεί το τέμπο ενός αργόσυρτου, πωγωνίσιου δημοτικού τραγουδιού. Ο Νομός Ιωαννίνων είναι ίσως ο πιο ενδιαφέρων νομός της Ελλάδας. Το μόνο που του λείπει είναι η θάλασσα, αλλά αν είχε και θάλασσα, τότε θα μιλούσαμε για κατάφωρη αδικία σε βάρος των υπόλοιπων νομών της Ελλάδας. Επιπλέον, αποτελεί ιδανικό προορισμό για όλες τις εποχές του χρόνου, προσφέροντας απεριόριστες επιλογές. Κάποιοι, επιλέγουν να ξεστρατίσουν και να κατευθυνθούν προς τα Τζουμέρκα, στο Συρράκο και τους Καλλαρύτες. Άλλοι ρίχνουν άγκυρα στη λίμνη, το κάστρο και το νησάκι των Ιωαννίνων. Κάποιοι επιλέγουν την «πρωτεύουσα» των Βλάχων, το Μέτσοβο και το χιονοδρομικό του. Οι περισσότεροι μαγεύονται από το Ζαγόρι και τα γραφικά χωριά του. Δεν είναι εύκολο να αδιαφορήσεις μπροστά σε τόσες Σειρήνες και να συνεχίσεις ακόμα πιο βόρεια. Οι λίγοι που τα «καταφέρνουν» να φτάσουν στην Κόνιτσα, νιώθουν όχι μόνο δικαιωμένοι, αλλά και προνομιούχοι. Τους υποδέχονται ορμητικοί ο Αώος, ο Βοϊδομάτης και ο Σαραντάπορος, τους αγκαλιάζουν άγρια και πανέμορφα βουνά, η Τύμφη, ο Σμόλικας και ο Γράμμος, και όταν το βλέμμα κουραστεί από τόσες κορυφές και χαράδρες, ξαποσταίνει στον κάμπο τον γλυκύ. Και τι δεν έχει εδώ πάνω για τον «ευσυνείδητο» ταξιδευτή, για τον ορεξάτο εξερευνητή! Φύση παρθένα, άγρια βλάστηση, πέτρινα γεφύρια και λιθόκτιστα χωριά, επιβλητικά αρχοντικά, ιστορικά μοναστήρια και πολλή περιπέτεια για αυτούς που τους αρέσει να δοκιμάζουν τα όρια τους στη γη, το νερό και τον αέρα! Ιστορικά Τα αρχαιότερα ευρήματα στην περιοχή, μιλούν για ανθρώπινη εγκατάσταση, ήδη από την πρώιμη εποχή του Σιδήρου, γύρω στα 1100 π.Χ. Στους επόμενους αιώνες ο κάμπος της Κόνιτσας αποτέλεσε κέντρο του αρχαίου κράτους των Μολοσσών και τόπο καταγωγής της Ολυμπιάδας, της μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στα βυζαντινά χρόνια υπήρξε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο με επίκεντρο τη Μολυβδοσκέπαστη. Ήδη από τα χρόνια εκείνα, αλλά και αργότερα, στην Τουρκοκρατία, η περιοχή ήταν περίφημη για τα παζάρια της, γεγονός στο οποίο οφείλει κατά πάσα πιθανότητα το όνομα της. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, «νονοί» της ήταν οι Σλάβοι που κατέβηκαν γύρω στον 6ο αιώνα μ.Χ. και την ονόμασαν «αλογοπάζαρο» («Κόνιτσα» στα σλαβικά). Η πρώτη γραπτή αναφορά στην κωμόπολη, με αυτό το όνομα, απαντάται πολύ αργότερα, στα 1380, στο «Χρονικό των Ιωαννίνων». Ακολούθησε η μακρά περίοδος της Τουρκοκρατίας, που συνέπεσε, με την άνθηση της Κόνιτσας και την έφερε στο υψηλότερο σημείο ακμής της. στα χρόνιο του αιμοσταγούς Αλή Πασά. Ο Αλής έδειξε ιδιαίτερη αδυναμία στην Κόνιτσα, στην οποία προσέφερε αφειδώς προνόμια γιατί ήταν τόπος καταγωγής της μητέρας του. της Χάμκως. Ούτως ή άλλως, η Κόνιτσα ήταν σημαντικό εμπορικό, βιοτεχνικό (κύριες ασχολίες η βυρσοδεψία και η ταπητουργία) και διοικητικό κέντρο. Ήταν όμως και σημαντικό θρησκευτικό κέντρο, των μουσουλμάνων αυτή τη φορά, και ιδιαίτερα μιας μυστηριώδους αίρεσης, αυτής των Μπεκτασήδων, των Σιιτών δερβίσηδων, στους οποίους επετράπη να ιδρύσουν πέντε τεκέδες (μουσουλμανικά μοναστήρια). Οι τεκέδες και τα δύο μεγαλοπρεπή τζαμιά, το τζαμί Χουσεϊν Σιάχ, που κτίστηκε γύρω στα 1500 από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ τον Β’ και κατεδαφίστηκε γύρω στα 1930 και το τςαμί Σουλτάν Σουλεϊμάν, που κτίσθηκε από τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή στα 1536 και σώζεται μέχρι σήμερα, μετέτρεψαν την Κόνιτσα σε «Μέκκα»των μουσουλμάνων στα Δυτικά Βαλκάνια. Η Κόνιτσα απελευθερώθηκε το 1913. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι μουσουλμάνοι της κωμόπολης, κυρίως Αλβανοί και εξισλαμισμένοι Ελληνες πήραν το δρόμο για την Τουρκία, ενώ την αντίστροφη διαδρομή ακολούθησαν χριστιανοί από την Καππαδοκία, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Κόνιτσα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της κατοχής, η Κόνιτσα γνώρισε πολλά δεινά και πολλοί κάτοικοι της συμμετείχαν στην αντίσταση, οι περισσότεροι στις τάξεις του ΕΛΑΣ, αλλά και αρκετοί στις τάξεις του ΕΔΕΣ. Στα χρόνια του εμφυλίου, το 1947 έλαβε χώρα εδώ μια από της πιο σημαντικές μάχες, που έκρινε σε μεγάλο βαθμό την τελική έκβαση του αδελφοκτόνου πολέμου. Η επικράτηση του Εθνικού Στρατού, έβαλε τέλος στις ελπίδες του Δημοκρατικού Στρατού, ο οποίος προόριζε την Κόνιτσα για πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας που οραματιζόταν. Περιήγηση στη πόλη Η πρώτη εικόνα, από την εθνική οδό είναι πραγματικά εντυπωσιακή, με την κωμόπολη να απλώνεται αμφιθεατρικά στην πλαγιά του όρους Τραπεζίτσα και τις κεραμοσκεπές να κυριαρχούν. Όταν, όμως εισχωρήσεις στον οικιστικό ιστό, τότε εμφανίζονται αρκετά κακότεχνα τσιμεντένια κατασκευάσματα, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον σεισμό του 1996 που κατέστρεψε αρκετά απάτα παλιά πέτρινα σπιτάκια. Όσο ανεβαίνεις στον φιδωτό δρόμο που διασχίζει την κωμόπολη, η εικόνα βελτιώνεται και όταν φτάνεις στη Άνω Κόνιτσα, πάνω από το Δημαρχείο και την πλατεία, κάνουν την εμφάνιση τους, όλο και περισσότερα, πανέμορφα, πέτρινα αρχοντικά. Από την εποχή της Τουρκοκρατίας, ο ταξικός διαχωρισμός στην Κόνιτσα, ήταν και χωροταξικός. Στην Άνω Κόνιτσα, που ονομαζόταν κάποτε Παλαιοχώρι, κατοικούσαν σε μεγαλοπρεπή κτίρια, οι πλούσιοι Έλληνες έμποροι και γαιοκτήμονες και οι Τούρκοι προύχοντες, ενώ στην Κάτω Κόνιτσα ζούσαν σε ταπεινά σπιτάκια, οι φτωχοί εργάτες και αγρότες. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, στην πάνω μεριά, εγκαταστάθηκαν κυρίως «γηγενείς», ενώ στην κάτω μεριά οι πρόσφυγες από την Καππαδοκία. Όπως μου είπαν αρκετοί ντόπιοι, μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, «πανωμερίτες» και «κατωμερίτες» δεν είχαν «διπλωματικές» επαφές, και μόλις τα τελευταία χρόνια έπεσαν τα αόρατα «σύνορα» που χώριζαν την Κόνιτσα στα δύο. Στο κέντρο της πόλης, ο παλιός εμπορικός δρόμος είναι αρκετά γραφικός, με όμορφα θολωτά μαγαζάκια. Οι πιο ωραίοι δρόμοι, όμως, είναι αυτοί που ξεκινούν πίσω από το Δημαρχείο και οδηγούν στο Αρχοντικό της Χάμκως, στο αρχοντικό του Χουσεΐν μπέη Σίσκο και στη Μητρόπολη. Το Αρχοντικό της Χάμκως, ή Σαράι του Ζεϊνέλ μπέη (πατέρας της Χάμκως), όπως επίσης είναι γνωστό, είναι σίγουρα το πιο εντυπωσιακό κτίριο της Κόνιτσας, και «σήμα κατατεθέν» της. Έχει αναστηλωθεί υποδειγματικά η εξωτερική πύλη με τα λιθανάγλυφα, και το κεντρικό κτήριο με τον χαρακτηριστικό πύργο (κούλια). Τα ερείπια στον περιβάλλοντα χώρο, αποκαλύπτουν ένα σύμπλεγμα κτιρίων που περισσότερο μοιάζει με παλάτι, παρά με απλή κατοικία. Σε πολύ μικρή απόσταση βρίσκεται και το, ερειπωμένο σήμερα, αρχοντικό του Χουσεΐν μπέη Σίσκο, για τον οποίο οι κακές γλώσσες λένε ότι ήταν κρυφός εραστής της «άτακτης» Χάμκως. Το αρχοντικό που κατασκευάστηκε το 1845, βρίσκεται σε κακή κατάσταση, η στέγη του έχει καταρρεύσει και μόνο οι πλαϊνοί τοίχοι αντέχουν ακόμα τη μάχη με το χρόνο. Όμως ακόμα καίεται, είναι εμφανής η μεγαλοπρέπεια που χαρακτήριζε κάποτε αυτό το αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα. Λίγες δεκάδες μέτρα ψηλότερα, βρίσκεται η μητρόπολη της Κόνιτσας, ένας από τους δύο πιο σημαντικούς ναούς της. Ο ναός του Άγιου Νικολάου πήρε τη σημερινή μορφή του το 1842, αλλά στην ίδια θέση προϋπήρχε ναός του 1612. Ο άλλος σημαντικός ναός της πόλης, των Αγίων Αποστόλων, βρίσκεται στην Κάτω Κόνιτσα και συγκεκριμένα στη γειτονιά Λάκκα, στην έξοδο του φαραγγιού του Αώου. Στη Λάκκα, βρίσκονται μερικά ακόμα από τα πιο σημαντικά αξιοθέατα, όπως το τζαμί Σουλτάν Σουλεϊμάν, ένα καλοδιατηρημένο μουσουλμανικό μαυσωλείο (τουρμπές) και ο παλιός μεντρεσές (μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο), που αργότερα λειτούργησε ως νηπιαγωγείο και σήμερα φιλοξενεί μόνιμη έκθεση φωτογραφίας με θέμα τα μνημεία της περιοχής. Εδώ βρίσκεται και το πιο σημαντικό αξιοθέατο της, το έμβλημα της Κόνιτσας, το επιβλητικό πέτρινο γεφύρι. Προς τα νότια Στην περιοχή νότια της Κόνιτσας κυριαρχούν τα ποτά μια. Ο Αώος και ο Βοϊδομάτης, με τις χαράδρες τους. Ο πρώτος αποτελεί φυσικό σύνορο της κωμόπολης, ενώ το γεφύρι που «υπερίπταται» του ποταμού, την «κατακλείδα» της. Με ύψος 20 μέτρα και πλάτος 36, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μονότοξα πέτρινα γεφύρια των Βαλκανίων, έργο του περίφημου αρχιμάστορα Ζιώγα Φρόντζου από την «πρωτεύουσα» των Μαστοροχωρίων, την Πυρσόγιαννη. Από το 1871 που ολοκληρώθηκε η κατασκευή του αντέχει χιονιάδες, ανέμους, πλημμύρες, ακόμα και τον βομβαρδισμό από τους Τούρκους το 1913, όταν αυτοί εγκατέλειπαν την πόλη. Κυρίως άντεξε την δοκιμασία του χρόνου. Στο ψηλότερο σημείο της καμάρας, κρέμεται όπως τον παλιό καιρό, το κουδούνι που προειδοποιεί τους διαβάτες να μην διασχίσουν το γεφύρι, όταν φυσάει δυνατός πλάγιος άνεμος. Από την πλευρά της Τύμφης, ξεκινάει δρόμος που κινείται παράλληλα με το ποτάμι για ένα περίπου χιλιόμετρο, και τερματίζει μπροστά σε έναν κάθετο βράχο, όπου αναγκαστικά θα αφήσετε το αυτοκίνητο σας. Από εδώ ξεκινάει μονοπάτι, που αρχικά κινείται παράλληλα με τον Αώο, και μετά αρχίζει να ανηφορίζει μέσα στο δάσος. Ο προορισμός είναι η κρυμμένη μονή Στομίου, στην οποία θα φτάσετε μετά από μιάμιση ώρα περπάτημα. Αξίζει τον κόπο να κουραστείτε λίγο για να φτάσετε σε αυτό το μοναστήρι που κρέμεται σε μια κάθετη πλαγιά, πάνω από το ποτάμι. Το μοναστήρι βρίσκεται σε αυτή τη θέση από το 1774 και από το αρχικό κτηριακό συγκρότημα σώζεται μόνο το καθολικό, το υπόλοιπο το έκαψαν οι Γερμανοί γιατί πίστευαν ότι ήταν κρησφύγετο ανταρτών. Σύμφωνα με την παράδοση, πριν από το 1774, το μοναστήρι βρισκόταν στην απέναντι πλευρά της χαράδρας, στη θέση Παλαιομονάστηρο. Από το σημείο που ο Αώος ξεχύνεται στον κάμπο της Κόνιτσας, μέχρι τον παραπόταμο του, τον Βοϊδομάτη σας χωρίζουν περίπου 12 χλμ. Ο Βοϊδομάτης, θεωρείται ο καθαρότερος ποταμός της Ευρώπης, και αποτελεί ιδανική «πίστα» για τους αρχάριους που θέλουν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις στο rafting τo kayak και άλλα «ποτάμια» αθλήματα, καθώς είναι αρκετά πιο ήρεμος και φιλικός από τον Αώο, ο οποίος με αρκετά περάσματα 4ου και 5ου βαθμού δυσκολίας, αφορά μόνο τους πολύ έμπειρους. Στον Βοϊδομάτη, σας περιμένει άλλο ένα αρχιτεκτονικό στολίδι, το πανέμορφο πέτρινο γεφύρι της Κλειδωνιάς, το οποίο έχει όμως συνδεθεί με μια τραγική ιστορία, που πέρασε και στο δημοτικό μας τραγούδι. Εδώ αλληλοσφάχθηκαν δύο πλούσιες οικογένειες από τον Άγιο Μηνά, όταν ένας νέος της μιας οικογένειας, πήγε να κλέψει μια όμορφη κόρη της άλλης οικογένειας τη μέρα του γάμου της. Η τοποθεσία, πάντως, είναι ειδυλλιακή και δεν προδιαθέτει για αγριάδες και αίματα. Από τη βόρεια πλευρά του γεφυριού ξεκινάει ένα από τα ομορφότερα και ευκολότερα μονοπάτια της Ελλάδας, που κινείται ακριβώς δίπλα στο ποτάμι και οδηγεί στο εγκαταλειμμένο μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων. Προς τα Δυτικά Φεύγοντας από την Κόνιτσα με κατεύθυνση τη μονή Μολυβδοσκέπαστης και αφού περάσετε τη γέφυρα της εθνικής οδού, αξίζει να κάνετε μια μικρή παράκαμψη σε έναν χωματόδρομο δεξιά, που οδηγεί στη θέση ΣέρΒινα, και στο όμορφο Βυζαντινό ξωκκλήσι, που οι ντόπιοι ονομάζουν Κόκκινη Παναγιά. Λίγο πιο κάτω, σε απόσταση 12 χλμ. από την Κόνιτσα, στην περιοχή Μπουραζάνι Αηδονοχωρίου, θα βρείτε το περίφημο Περιβαλλοντικό πάρκο, που αποτελεί από την ίδρυση του σημαντικότατο πόλο έλξης επισκεπτών, ενώ σε μικρή απόσταση μπορείτε να επισκεφθείτε τον νερόμυλο Μπουραζανίου, με τα μαντάνια και τις νεροτριβές (δριστέλες) του. Δεν είναι μουσειακά εκθέματα, λειτουργούν κανονικά και την άνοιξη θα δείτε πολλές νοικοκυρές να φέρνουν εδώ φλοκάτες, βελέντζες και χαλιά για «οικολογικό» πλύσιμο. Σε απόσταση 6 χλμ από το Μπουραζάνι και λίγες εκατοντάδες μέτρα από τα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα, Βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα και ομορφότερα μοναστήρια της Ελλάδας, η μονή Μολυβδοσκέπαστης. Το μοναστήρι είναι σταυροπηγιακό και ιδρύθηκε το 671 από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνο Δ΄ τον Πωγωνάτο. Είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και την ονομασία του την οφείλει στο γεγονός η σκεπή του καλυπτόταν από πλάκες μόλυβδου. Σήμερα, τέτοιες πλάκες δε θα δείτε, γιατί τις πήραν οι Τούρκοι για να φτιάξουν μπάλες για τα κανόνια τους. Από τα κτίσματα που θα δείτε σήμερα, τα παλαιότερα χρονολογούνται από τον 11ο αίωνα,ενώ πολλές προσθήκες έγιναν στο πέρασμα των χρόνων. Δίπλα από το μοναστήρι, περνάει ο Αώος, που έχει ήδη «ενσωματώσει» τον έναν παραπόταμο του, τον Βοϊδομάτη και λίγο παρακάτω, λίγα μέτρα πριν από τα σύνορα, συναντά και τον έτερο, τον Σαραντάπορο, για να διασχίσουν όλοι μαζί την νοητή γραμμή μεταξύ δύο χωρών. Περνώντας τα σύνορα, κοντά στο τελωνείο της Μ ερτζιανής, το όνομα στο «διαβατήριο» αλλάζει και από Αώος γίνεται Βιόσα. Βυζαντινός διατηρητέος χώρος Η περιοχή, αποτελούσε πολύ σημαντικό θρησκευτικό κέντρο και έδρα της Αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής από τον 12ο μέχρι και τον 17ο αιώνα. Στο χωριό Μολυβδοσκέπαστο κάποτε υπήρχαν γύρω στους 30 βυζαντινούς ναούς, αρκετοί από τους οποίους διατηρούνται σε αρκετά καλή κατάσταση, ενώ στο δρόμο προς το Αηδονοχώρι θα δείτε πινακίδα που θα σας κατευθύνει σε άλλο ένα σημαντικό μοναστήρι, τη μονή Ταξιαρχών Γκούρας. Εύλογα λοιπόν, ο χώρος έχει χαρακτηριστεί «Βυζαντινός Διατηρητέος». Πριν φύγετε, κάντε μια στάση στο κατάστημα του Αγροτικού Οινοποιητικού Συνεταιρισμού του Μολυβδοσκέπαστου, όπου θα δείτε πως λειτουργεί ένα παραδοσιακό καζάνι για τσίπουρο και θα μπορέσετε να προμηθευτείτε τοπικά προϊόντα. Στο Αηδονοχώρι θα βρείτε δύο εξαιρετικούς ξυλόγλυπτες, τον Δημήτρη Χρηστίδη κα ι τον Χρήστο Μπάνιο. Ο κύριος Μπόνιος, είναι ταυτόχρονα καφετζής, έχει μάλιστα το εργαστήριο του μέσα στο καφενείο «ο Πλάτανος». Μπορείτε, λοιπόν, να απολαύσετε το τσιπουράκι ή το καφεδάκι της, χαζεύοντας τον τεχνίτη να σμιλεύει το ξύλο. Είναι επίσης ο υδραυλικός και ο ηλεκτρολόγος, κάνει κάθε λογής μερεμέτια, ακόμα και τον αναμεταδότη της τηλεόρασης φτιάχνει όποτε αυτός χαλάει, για να έχουν «παρέα» τα λιγοστά γεροντάκια που παραμένουν στο χωριό. Επιστρέφοντας προς Κόνιτσα, αξίζει τον κόπο να κάνετε μια ακόμα παράκαμψη στα αριστερά, προς Ηλιόραχη. Ακολουθείστε τις πινακίδες για τα Λουτρά Καβάσιλων. Λίγα χιλιόμετρα μετά τα Καβάσιλα, θα δείτε ένα ακόμα πανέμορφο μοναστήρι, την εγκαταλειμμένη μονή Γενεθλίου Θεοτόκου. Στην εξωτερική θύρα, διαβάστε την επιγραφή: «Χίλια καλωσορίσατε, κι ας κάματε τον κόπο, ήρθατε κι ομορφύνατε, τον έρημο τον τόπο». Λίγα χιλιόμετρα σας χωρίζουν ακόμα από τα θειούχα θερμά λουτρά, που βρίσκονται σε ένα υπέροχο τοπίο, δίπλα στην κοίτη του Σαρανταπόρου. Η αποφορά του κλούβιου αυγού θα σας σπάσει τη μύτη, αρκετά πριν φτάσετε στην πισίνα με το πρασινόχρωμο, αχνιστό νερό. Να ξέρετε ότι αν βουτήξετε, η μυρωδιά θα σας ακολουθεί για αρκετές μέρες, όμως μπρος στα κάλλη και την ευεξία, τι είναι λίγη δυσοσμία; Προς τα ανατολικά Πολλοί είναι αυτοί που χρησιμοποιούν την Κόνιτσα ως βάση για εξορμήσεις στο χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας, που απέχει 60 χλμ. Λίγο πριν βγείτε από την πόλη θα συναντήσετε το μονοπάτι που οδηγεί στο μπαλκόνι της Κόνιτσας, το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας. Το μονοπάτι συνεχίζει μέχρι το μεσαιωνικό κάστρο, όπου θα βρείτε ελάχιστα ερείπια, όμως η θέα θα σας ανταμείψει. Επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο συνεχίζετε την ανηφορική διαδρομή, ώσπου φτάνετε σε ένα διάσελο, απ’ όπου στα αριστερά σας θα βρείτε τον δρόμο που οδηγεί στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία. Εδώ βρίσκεται η πίστα απογείωσης για παραπέντε, όπου πριν από μερικά χρόνια φιλοξενήθηκε το παγκόσμιο πρωτάθλημα του εν λόγω extreme sport και το καλύτερο σημείο για να απολαύσετε την πιο εντυπωσιακή θέα της Κόνιτσας, του κάμπου και των γύρω βουνών. Επιστρέφετε στον «κεντρικό» δρόμο, που είναι στενός και γεμάτος στροφές. Η διαδρομή είναι εκπληκτική, προσφέρει πανόραμα του επιβλητικού Σμόλικα (δεύτερο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, μετά τον Όλυμπο) και σας συστήνει διαδοχικά στα χωριά της Λάκκος του Αώου. Το Ελεύθερο, είναι «όνομα και πράμα», η συντριπτική πλειονότητα των ανδρών είναι ελεύθεροι και ψάχνουν απεγνωσμένα για σύζυγο. Από εδώ και πάνω αρχίζουν τα Βλαχοχώρια. Πρώτο έρχεται το Παλιοσέλι, στο οποίο θα δείτε την ελληνική εκδοχή του Πύργου της Πίζας, τον κεκλιμένο ναό της Αγίας Παρασκευής και ακολουθούν Πάδες, Άρματα και Δίστρατο, το τελευταίο χωριό πριν από τη Βασιλίτσα. Προς τα βόρεια Ο τόπος αυτός παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τελευταία κατεύθυνση, προς τα εκεί που δείχνει το Βέλος της πυξίδας, εκεί όπου κυριαρχούν τα περίφημα Μαστοροχώρια, στη σκιά του Γράμμου. Πριν όμως φτάσετε εκεί, αξίζει να κάνετε δύο ακόμα στάσεις. Έχετε το νου σας και κοιτάτε δεξιά, όπως έρχεστε από την Κόνιτσα, θα δείτε στην κορυφή ενός βουνού ένα πανέμορφο εκκλησάκι Στρίψτε δεξιά, ο δρόμος φτάνει μέχρι τη ρίζα του βράχου. Σας χωρίζουν 60 σκαλοπάτια από τον Άγιο Νικάνορα, το καθολικό ενός μοναστηριού που δεν υπάρχει πια και την υπέροχη θέα που προσφέρει αυτό το φυσικό παρατηρητήριο. Επιστρέψτε στον κεντρικό δρόμο, και ξαναστρίψτε δεξιά, μετά από περίπου 8 χλμ., εκεί που κάποια πινακίδα γράφει «Πέτρινα Χωριά». Μια μικρή συστάδα χωριών, τρία όλα κι όλα, το Μοναστήρι, η Μόλιστα και το Γανναδιό, που είχαν την τύχη να γλυτώσουν από τη θηριωδία των Ναζί, οι οποίοι είχαν κάψει τα περισσότερα χωριά της ευρύτερης περιοχής. Διατήρησαν ατόφιο τον αρχιτεκτονικό τους χαρακτήρα και αποτελούν πραγματικά μνημεία. Χιόνιζε όταν έφτασα στο Γανναδιό, το πιο όμορφο από τα τρία, μαζί με τον φίλο Γιώτη Μουρεχίδη, από την Κόνιτσα. Χαζεύαμε το όμορφα πέτρινα σπίτια, την πλατεία με τον πλάτανο, τον ναό των Ταξιαρχών και τα γραφικό καλντερίμια, όταν μέσα από το χιόνι εμφανίστηκαν δυο μαυροντυμένες γριούλες. «Είμαστε αδελφές, εμείς οι δύο και άλλο ένα γεροντάκι είμαστε οι μόνοι που μένουμε στο χωριό τον χειμώνα», μου είπαν. «Πώς σας λένε;» ρώτησα. «Μην πεις, μην πεις!», επέμενε η γηραιότερη, απευθυνόμενη στη νεότερη. «Γιατί;» ρώτησα. «Έτσι μας είπαν, να μη λέμε τα ονόματα μας!» μου αποκρίθηκαν και δεν επέμεινα. Μας μίλησαν όμως για το χωριό, για παιδιά και εγγόνια που είναι διασκορπισμένα από Γιάννενα μέχρι Λήμνο. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, μας αποχαιρέτησαν με ευχές από τα βάθη της καρδιάς τους, με λόγια που μόνο οι γιαγιάδες ξέρουν να λένε. Είχαμε κάνει με τον Γιώτη λίγα βήματα προς την έξοδο του χωριού, όταν ακούσαμε μια φωνή. «Ε, καμάρι, την αδελφή μου την λένε Ουρανία και εμένα Θεοδώρα. Επίθετα, όμως, δεν λέμε!». Αναδημοσίευση από το περιοδικό «explore Nature», Μάρτιος 2009
Σύνταξη: Φίλιππας Σδούκος.