Η αρχαια Ρωμη

Η αρχη μιας αυτοκρατοριας

Σύμφωνα με το θρύλο, η Ρώμη ιδρύθηκε το 753 π.Χ. από το Ρωμύλο και το Ρέμο, δύο δίδυμα αδέρφια, απογόνους του Τρώα πρίγκιπα Αινεία,που ανατράφηκαν από μια λύκαινα. Η παράδοση θέλει την ίδρυση της Ρώμης να λαμβάνει χώρα στις 21 Απριλίου 753 π.Χ. Οι Ρωμύλος και Ρέμος ήταν εγγονοί του βασιλιά του Λατίου, που είναι γνωστός με το όνομα Νουμίτωρ. Τον μονάρχη αυτό εκθρόνισε ο μοχθηρός αδερφός του Αμούλιος, θανατώνοντας τους αρσενικούς του απογόνους. Τη δε κόρη του, Ρέα Συλβία, την ανάγκασε να γίνει μια από τις Εστιάδες Παρθένες, οι οποίες ορκίζονταν αγνότητα για τριάντα χρόνια. Ως αποτέλεσμα η γραμμή του Νουμίτορος δεν θα αποκτούσε άλλους απογόνους.

Η Ρέα Συλβία τελικά έφερε στον κόσμο δίδυμα αγόρια, τα οποία υποστήριξε πως της χάρισε ο θεός Μαρς. Ο νέος βασιλιάς, που φοβήθηκε πως οι δύο ημίθεοι θα του έκλεβαν το θρόνο διέταξε να θανατωθούν. Η ευσπλαχνία ενός υπηρέτη οδήγησε στην εγκατάλειψή τους στον Τίβερη, όπου τα βρήκε και τα θήλασε μια λύκαινα. Όταν μεγάλωσαν τα δίδυμα αποκατέστησαν την αδικία επιστρέφοντας το θρόνο στον παππού τους.

Τα δίδυμα ίδρυσαν τότε τη δική τους πόλη. Ωστόσο ο Ρωμύλος θανάτωσε τον αδερφό του, Ρέμο, έπειτα από σφοδρή διαφωνία. Κατά μία εκδοχή για το ποιος θα κυβερνήσει τη νέα πόλη, κατά μία άλλη για το ποιος θα χαρίσει το όνομά του στην πόλη.[10] Από τον Ρωμύλο τελικά πήρε το όνομά της η Ρώμη. Καθώς ο γυναικείος πληθυσμός της ήταν ιδιαίτερα χαμηλός, οι Λατίνοι κάλεσαν τους Σαβίνους σε μια γιορτή και έκλεψαν τα νεαρά τους κορίτσια, γεγονός που οδήγησε τελικά στην ένωση και αφομοίωση των δύο λαών.

Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία

Η εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας έλαβε χώρα περίπου το 509 π.Χ. όταν ο τελευταίος των επτά βασιλέων της Ρώμης, Ταρκήνιος Σουπέρβος, ανατράπηκε και στη θέση του εγκαθιδρύθηκε ένα σύστημα βάσει του οποίου κυβερνούσαν αιρετοί άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο, καθώς και διάφορες μορφές συνελεύσεων.Η ψήφιση συντάγματος καθόρισε μια σειρά από ελεγκτικά όργανα και σαφή διαχωρισμό των εξουσιών.

Οι Ρωμαίοι σταδιακά υπέταξαν τους υπόλοιπους πληθυσμούς της ιταλικής χερσονήσου, ανάμεσα στους οποίους και τους Ετρούσκους.Η τελευταία απειλή για τη ρωμαϊκή κυριαρχία εμφανίστηκε όταν ο Τάραντας, μια ισχυρή ελληνική αποικία, ζήτησε τη βοήθεια του βασιλιά της Ηπείρου, του Πύρρου. Εντούτοις, ακόμη κι αυτή η προσπάθεια τελικά απέτυχε.Οι Ρωμαίοι διασφάλισαν την κυριαρχία τους ιδρύοντας αποικίες σε στρατηγικά σημεία, κερδίζοντας σταθερό έλεγχο στα εδάφη αυτά.Κατά το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ., η Ρώμη συγκρούστηκε με την Καρχηδόνα στον πρώτο από τους τρεις συνολικά Καρχηδονιακούς Πολέμους. Οι συγκρούσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τις πρώτες υπερπόντιες κατακτήσεις των Ρωμαίων, της Σικελίας και της Ισπανίας, και την άνοδο της Ρώμης σαν υπολογίσιμη δύναμη.Αφού πέτυχαν καθοριστικές νίκες κατά των Μακεδόνων και των Σελευκιδών το 2ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι έγιναν ο ισχυρότερος λαός στο χώρο της Μεσογείου.

Στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. τρεις άνδρες, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Πομπήιος και ο Κράσσος, σχημάτισαν μια συμμαχία, γνωστή ως Πρώτη Τριανδρία, για να ελέγξουν τη Δημοκρατία. Αφού ο Καίσαρ κατέκτησε τη Γαλατία, η διαφωνία του με τη Σύγκλητο οδήγησε στο ξέσπασμα εμφυλίου πολέμου, με τον Πομπήιο να ηγείται των στρατευμάτων για λογαριασμό της Συγκλήτου. Νικητής αναδείχτηκε ο Καίσαρ, που αργότερα ονομάστηκε Δικτάτωρ δια Βίου.Ωστόσο, οι πολιτικοί του αντίπαλοι των δολοφόνησαν τον Μάρτιο του 44 π.Χ. ώστε να σταματήσουν την ιλιγγιώδη ανοδική του πορεία. Η επόμενη ημέρα όμως, έφερε στην εξουσία μια νέα Δεύτερη Τριανδρία, που την αποτελούσαν ο Οκταβιανός, κληρονόμος του Καίσαρα, και οι πρώην σύμμαχοί του, Μάρκος Αντώνιος και Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος.Η εύθραυστη αυτή συμμαχία κατέληξε σε μια ανηλεή μάχη για κυριαρχία. Αρχικά ο Λέπιδος εξορίστηκε από την πολιτική ζωή, και κατόπιν ο Οκταβιανός, με τις πολύτιμες υπηρεσίες του στρατηγού του Μάρκου Αγρίππα, πέτυχε ολοκληρωτική νίκη κατά του Μάρκου Αντωνίου και της συντρόφου του, Βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ' της Αιγύπτου στην περιβόητη Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. Μετά την εξέλιξη αυτή ο Οκταβιανός έμεινε ο μόνος αδιαμφισβήτητος κύριος της Ρώμης.

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

χοντας νικήσει τους εχθρούς του, ο Οκταβιανός λαμβάνει το όνομα «Αύγουστος» και συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τις σημαντικότερες εξουσίες του κράτους, συντηρώντας μια ψεύτικη εικόνα τήρησης των δημοκρατικών παραδόσεων.Ο διάδοχος που ο ίδιος όρισε, ο Τιβέριος, ανέλαβε τα ηνία χωρίς να συναντήσει αντίσταση, εδραιώνοντας την Ιουλιο-Κλαυδιανή δυναστεία, η οποία και διατηρήθηκε στην εξουσία μέχρι το θάνατο του Νέρονα το 68.Η επέκταση του κράτους, που πλέον είναι Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνεχίστηκε Κατά την περίοδο 193-235 κυβέρνησε η δυναστεία των Σεβήρων, που ανέδειξε μια σειρά από ανάξιους ηγεμόνες.[50] Το γεγονός αυτό από κοινού με την αυξανόμενη ανάμειξη του στρατού σε θέματα διαδοχής οδήγησε σε μια περίοδο εσωτερικής απορρύθμισης και εξωτερικών εισβολών, που είναι γνωστή ως «Κρίση του Τρίτου Αιώνα».[51][52] Στην κρίση έβαλε τέλος ένας ικανός Αυτοκράτορας, ο Διοκλητιανός, ο οποίος το 293 αποφάσισε να διαιρέσει την αχανή Αυτοκρατορία σε δύο τμήματα, το Ανατολικό και το Δυτικό, τα οποία κυβέρνησε μια τετραρχία, την οποία αποτελούσαν δύο συν-αυτοκράτορες και οι δύο κατώτερου αξιώματος συνεργάτες τους.[53] Οι συγκυβερνήτες αυτοί κατέληξαν να μάχονται για επικράτηση για πάνω από μισό αιώνα. Στις 11 Μαΐου 330, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, μετονομάζοντάς το σε Κωνσταντινούπολη.[54] Η Αυτοκρατορία διαιρέθηκε οριστικά σε Ανατολική (μετέπειτα γνωστή ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία») και Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 395.και η νέα μορφή διακυβέρνησης παρέμεινε χωρίς κλυδωνισμούς,παρά το γεγονός πως ανήλθαν στην εξουσία μια σειρά από ηγεμόνες τους οποίους πολλοί ιστορικοί κατονομάζουν ως ανίκανους και διεφθαρμένους. Για παράδειγμα ο Καλιγούλας θεωρείται από πολλούς παράφρων, ενώ ο Νέρων κατηγορήθηκε πως φρόντιζε πολύ περισσότερο για την προσωπική του καλοπέραση παρά για τα ζητήματα του κράτους.Κατόπιν ακολούθησε η περίοδος διακυβέρνησης της δυναστείας των Φλαβίων.Κατά την περίοδο που ανήλθαν στο θρόνο οι «Πέντε Καλοί Αυτοκράτορες» (96-180) η Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειο της εδαφικής, οικονομικής και πολιτιστικής της ακμής.Το κράτος ήταν ασφαλές τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς εχθρούς, ενώ η αυτοκρατορία ζούσε μέσα στην ευδαιμονία που της εξασφάλισε η «Pax Romana», η περίφημη «Ρωμαϊκή Ειρήνη».Αφού ο Τραϊανός ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Δακίας, η Αυτοκρατορία έφτασε στην κορυφή της εδαφικής της επέκτασης: τα εδάφη της Αυτοκρατορίας κάλυπταν 6,5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα (2,5 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια).

Το Circus Maximus, ένα λαοφιλές μέρος στην Αρχαία Ρώμη, αρχικά χρησιμοποιήθηκε για ιπποδρομίες και αρματοδρομίες. Μπορούσε επίσης να γεμίσει με νερό και να στηθούν ψεύτικες ναυμαχίες.[119] Το Circus είχε χωρητικότητα 385.000 ατόμων.[120] Δύο ναοί, ένας με επτά μεγάλα αυγά κι ένας με επτά δελφίνια, έστεκαν στη νησίδα στη μέση του Circus Maximus, και κάθε φορά που ένας αγωνιζόμενος ολοκλήρωνε ένα γύρο, ένα από κάθε ομάδα κινούταν. Αυτό χρησίμευε στο να γνωρίζει ο αθλητής και ο κόσμος τη φάση στην οποία βρισκόταν ο αγώνας. Εκτός από σπορ, το Circus Maximus φιλοξενούσε αγορές και τζόγο. Υψηλά πρόσωπα, ακόμη και ο Αυτοκράτορας, επίσης παραβρίσκονταν σε αγώνες στο Circus Maximus, καθώς η απουσία τους θεωρούταν αγένεια. Τα υψηλά πρόσωπα και οι εμπλεκόμενοι με το εκάστοτε αγώνισμα κάθονταν σε κρατημένες θέσεις υψηλότερα από τον υπόλοιπο κόσμο. Επιπροσθέτως, θεωρούταν ανάρμοστο να υποστηρίζει ο αυτοκράτορας συγκεκριμένη ομάδα. Το Circus Maximus κατασκευάστηκε το 600 π.Χ. και φιλοξένησε την τελευταία αρματοδρομία το 549 μ.Χ., επιβιώνοντας ως θεσμός για μια χιλιετία.

Κατά την περίοδΗ Δυτική Αυτοκρατορία μαστιζόταν συνεχώς από βαρβαρικές εισβολές και με το πέρασμα των αιώνων υπέπεσε σε παρακμή.Τον 4ο αιώνα η μετανάστευση των Ούνων προς τα δυτικά ανάγκασε τους Βησιγότθους να αναζητήσουν καταφύγιο μέσα στα εδάφη της Αυτοκρατορίας.Το 410 οι Βησιγότθοι, ηγεμόνας των οποίων ήταν ο Αλάριχος Α', λεηλάτησαν την ίδια την πόλη της Ρώμης.Οι Βάνδαλοι κατέλαβαν τις επαρχίες της Γαλατίας, Ισπανίας και τη Βόρεια Αφρική, ενώ το 455 λεηλάτησαν τη Ρώμη.Στις 4 Σεπτεμβρίου 476, ο Γερμανός φύλαρχος Οδόακρος εξανάγκασε τον τελευταίο Αυτοκράτορα της Δύσης, το Ρωμύλο Αύγουστο, να εγκαταλείψει το θρόνο του.Έχοντας επιβιώσει για περίπου 1200 χρόνια, η κυριαρχία των Ρωμαίων στη Δύση έλαβε τέλος.ο 193-235 κυβέρνησε η δυναστεία των Σεβήρων, που ανέδειξε μια σειρά από ανάξιους ηγεμόνες.Το γεγονός αυτό από κοινού με την αυξανόμενη ανάμειξη του στρατού σε θέματα διαδοχής οδήγησε σε μια περίοδο εσωτερικής απορρύθμισης και εξωτερικών εισβολών, που είναι γνωστή ως «Κρίση του Τρίτου Αιώνα».Στην κρίση έβαλε τέλος ένας ικανός Αυτοκράτορας, ο Διοκλητιανός, ο οποίος το 293 αποφάσισε να διαιρέσει την αχανή Αυτοκρατορία σε δύο τμήματα, το Ανατολικό και το Δυτικό, τα οποία κυβέρνησε μια τετραρχία, την οποία αποτελούσαν δύο συν-αυτοκράτορες και οι δύο κατώτερου αξιώματος συνεργάτες τους.Οι συγκυβερνήτες αυτοί κατέληξαν να μάχονται για επικράτηση για πάνω από μισό αιώνα. Στις 11 Μαΐου 330, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, μετονομάζοντάς το σε Κωνσταντινούπολη.Η Αυτοκρατορία διαιρέθηκε οριστικά σε Ανατολική (μετέπειτα γνωστή ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία») και Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 395.

Η Ανατολική Αυτοκρατορία, αντιμετώπισε με τη σειρά της παρόμοιες δυσκολίες, αλλά δεν υπέπεσε τόσο σύντομα. Ο Ιουστινιανός κατάφερε να ξανακατακτήσει τη Βόρεια Αφρική και την Ιταλία, αλλά οι κτήσεις των βυζαντινών στη Δύση περιορίστηκαν στη Βόρεια Ιταλία και στη Σικελία μόλις λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Ιουστινιανού.Στην ανατολή, ιδίως μετά την εξάπλωση μιας επιδημίας πανώλης, οι Βυζαντινοί ήρθαν σε δύσκολη θέση εξαιτίας της ανόδου του Ισλάμ, του οποίου οι πιστοί, αφού κατέκτησαν εδάφη της Συρίας και της Αιγύπτου, απείλησαν άμεσα την Κωνσταντινούπολη.

Ο Στρατός

Ήταν μικρός σε μέγεθος (ο πληθυσμός των ελεύθερων ανδρών σε ηλικία στράτευσης ήταν εκείνη την εποχή γύρω στους 9.000) και χωριζόταν σε πέντε τάξεις (εν παραλλήλω με τη Λοχίτιδα Εκκλησία, την πολιτική οργάνωση των πολιτών). Τρεις από αυτές παρείχαν τους οπλίτες και δύο το ελαφρύ πεζικό. Αρχικά ο ρωμαϊκός στρατός δεν εφάρμοζε περίπλοκες τακτικές και δρούσε κυρίως αμυντικά.Μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι είχαν εγκαταλείψει την οργάνωση αυτή στρεφόμενοι σε ένα πιο ευέλικτο σύστημα το οποίο περιελάμβανε μικρότερα σώματα των 120 ανδρών (ή καμιά φορά των 60), τα οποία ονομάζονταν «maniples» και μπορούσαν να κινούνται ευκολότερα στο πεδίο της μάχης. Τριάντα maniples στοιχισμένες σε τρεις γραμμές, μαζί με βοηθητικούς, συγκροτούσαν μια «λεγεώνα» (legio), η οποία συνολικά συγκροτούταν από 4.000 έως 5.000 άνδρες. Κατά την πρώτη δημοκρατική περίοδο η λεγεώνα χωριζόταν σε πέντε ομάδες, καθεμία από τις οποίες είχε συγκεκριμένη θέση και διαφορετικό εξοπλισμό: τρεις γραμμές βαριά οπλισμένου πεζικού (hastati, principes και triarii), μια δύναμη ελαφριού πεζικού (velites) και το ιππικό (equites). Η νέα οργάνωση έφερε και τον προσανατολισμό στην επίθεση, αλλά και μια επιθετικότερη στάση απέναντι στις γειτονικές πόλεις-κράτη. Το πλήρες δυναμικό μιας λεγεώνας κατά τη δημοκρατική περίοδο περιελάμβανε 3.600 με 4.800 πεζικάριους με βαρύ οπλισμό, αρκετές εκατοντάδες ελαφρούς οπλίτες και αρκετές εκατοντάδες ιππείς, σύνολο 4.000 με 5.000 άνδρες.Οι λεγεώνες συχνα υπέφεραν από έλλειψη ανδρών εξαιτίας αποτυχιών του συστήματος στρατολόγησης ή μετά από περιόδους ενεργής υπηρεσίας εξαιτίας ατυχημάτων, θανάτων στη μάχη, ασθενειών και λιποταξιών. Κατά τη διάρκεια των Εμφυλίων Πολέμων οι λεγεώνες του Πομπήιου στην ανατολή ήταν πλήρεις γιατί είχαν στρατολογηθεί πρόσφατα, ενώ αυτές του Καίσαρα αντιμετώπιζαν σοβαρές ελλείψεις καθώς είχαν μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο στη Γαλατία. Πάνω κάτω τα ίδια ίσχυαν με τα βοηθητικά στρατεύματα.

Μετά το τέλος των εμφυλίων πολέμων, ο Αύγουστος αναδιοργάνωσε τις ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις, αποδεσμεύοντας στρατιώτες και διαλύοντας λεγεώνες. Κράτησε 28 από αυτές, τις οποίες μοίρασε στις διάφορες επαρχίες της Αυτοκρατορίας.Καθ’ όλη την περίοδο του Πριγκηπάτου, η τακτική οργάνωση του στρατού συνέχισε να εξελίσσεται. Τα auxilia παρέμειναν ανεξάρτητες κοόρτεις, ενώ οι λεγεωνάριοι συχνά δρούσαν ως ομάδες από κοόρτεις κι όχι ως λεγεώνες πλήρους μεγέθους. Ένα νέο ευπροσάρμοστο σώμα, οι cohortes equitatae, που συνδύαζαν ιππείς και πεζούς σε έναν κοινό σχηματισμό μπορούσαν να εγκατασταθούν σε φυλάκια και φρούρια, Οι νεαροί Ρωμαίοι είχαν πολλές επιλογές όταν επιθυμούσαν να ψυχαγωγηθούν και να αθληθούν, όπως για παράδειγμα το άλμα, την πάλη, την πυγμαχία και το τρέξιμο.Την εποχή αυτή υπήρχαν επίσης διάφορα παιχνίδια που περιλάμβαναν τη χρήση μπάλας, όπως ένα παιχνίδι που θυμίζει τη σύγχρονη χειροσφαίριση.Τα παιδιά είχαν στη διάθεσή τους παιχνίδια, ενώ ήταν ήδη γνωστά διάφορα ομαδικά παιχνίδια όπως τα «βαρελάκια». Οι πλούσιοι Ρωμαίοι που κατοικούσαν σε εξοχικές περιοχές συχνά επιδίδονταν στο ψάρεμα και το κυνήγι.[116] Άλλες δημοφιλείς δραστηριότητες ήταν τα παιχνίδια με ζάρια, τα επιτραπέζια και ο τζόγος.Εντούτοις, στις παραπάνω δραστηριότητες δεν συμμετείχαν γυναίκες. Για τους πλούσιους δημοφιλή ήταν τα δείπνα, που ανάλογα με την περίπτωση περιελάμβαναν μουσική, χορό και ανάγνωση λογοτεχνικών έργων.Οι πληβείοι οργάνωναν κι εκείνοι ορισμένες φορές ανάλογες γιορτές, αν και συνήθως το δείπνο για ψυχαγωγία συνήθως σήμαινε επίσκεψη σε κάποια ταβέρνα. Μια δημοφιλής μορφή διασκέδασης ήταν οι μονομαχίες. Οι μονομάχοι αγωνίζονταν είτε μέχρι θανάτου, είτε «μέχρι να χυθεί αίμα» με μια ποικιλία όπλων και σεναρίων. Οι αγώνες αυτοί γνώρισαν τη μεγαλύτερη ακμή τους την εποχή του Κλαυδίου, ο οποίος καθόρισε να αποφασίζει ο αυτοκράτορας το αποτέλεσμα του αγώνα με μια χειρονομία. Αντίθετα με την εικόνα που έχουμε από τις κινηματογραφικές ταινίες, ορισμένοι ιστορικοί απορρίπτουν πως η χειρονομία της γροθιάς με τον αντίχειρα στραμμένο κάτω σήμαινε θάνατο. Αν και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το ποιες ήταν ακριβώς αυτές οι χειρονομίες, ορισμένοι ειδικοί καταλήγουν πως υψωμένη γροθιά προς το νικητή και κατόπιν αντίχειρας προς τα πάνω σήμαινε «θάνατος», ενώ σηκωμένη γροθιά χωρίς δάχτυλο να εξέχει σήμαινε «έλεος».Ένα άλλο δημοφιλές θέαμα περιελάμβανε ζώα από μακρινές χώρες, τα οποία εκτίθονταν για να τα δει το κοινό, ή συνδυάζονταν με μονομαχία. Ένας φυλακισμένος ή μονομάχος, οπλισμένος ή άοπλος, τοποθετούταν στην αρένα και κατόπιν ελευθερωνόταν το ζώο.να μάχονται αυτόνομα ως ισορροπημένες μονάδες ή να συνδυάζονται με άλλα παρόμοια τμήματα στρατού ώστε να συγκροτούν ένα μεγάλο σώμα σε μέγεθος λεγεώνας. Αυτή η επένδυση στην ευελιξία εξασφάλισε τη μακροπρόθεσμη επιτυχία των ρωμαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων.

Οι διαθέσιμες σε εμάς πληροφορίες δείχνουν ότι την ύστερη αυτοκρατορική περίοδο (350) το ρωμαϊκό ναυτικό αποτελούταν από ένα σύνολο στόλων που περιελάμβαναν τόσο πολεμικά πλοία όσο και εμπορικά για τη μεταφορά προμηθειών. Τα πολεμικά πλοία ήταν γαλέρες με πανιά και με τρεις έως πέντε σειρές κωπηλατών. Ναυτικές βάσεις ήταν τα λιμάνια όπως η Ραβέννα, η Αρλς, η Ακουίλεα, το Μισένουμ και η εκβολή του ποταμού Σωμ στη Δύση, καθώς επίσης η Αλεξάνδρεια και η Ρόδος στην Ανατολή. Στολίσκοι μικρών ποταμίσιων σκαφών ήταν τμήμα των στρατευμάτων που φύλαγαν τα σύνορα κατά την περίοδο αυτή, με βάση οχυρωμένα ποταμίσια λιμάνια κατά μήκος του Ρήνου και του Δούναβη. Το γεγονός ότι επιφανείς στρατηγοί διοικούσαν τόσο πεζικό όσο και ναυτικό καταδεικνύει ότι οι ναυτικές δυνάμεις θεωρούνταν βοηθητικά σώματα για το πεζικό κι όχι ανεξάρτητες μονάδες στρατού. Λεπτομέρειες για τη δομή της διοίκησης και το δυναμικό των στόλων δεν είναι

Ψυχαγωγία

Οι νεαροί Ρωμαίοι είχαν πολλές επιλογές όταν επιθυμούσαν να ψυχαγωγηθούν και να αθληθούν, όπως για παράδειγμα το άλμα, την πάλη, την πυγμαχία και το τρέξιμο.Την εποχή αυτή υπήρχαν επίσης διάφορα παιχνίδια που περιλάμβαναν τη χρήση μπάλας, όπως ένα παιχνίδι που θυμίζει τη σύγχρονη χειροσφαίριση. Τα παιδιά είχαν στη διάθεσή τους παιχνίδια, ενώ ήταν ήδη γνωστά διάφορα ομαδικά παιχνίδια όπως τα «βαρελάκια».

Οι πλούσιοι Ρωμαίοι που κατοικούσαν σε εξοχικές περιοχές συχνά επιδίδονταν στο ψάρεμα και το κυνήγι.Άλλες δημοφιλείς δραστηριότητες ήταν τα παιχνίδια με ζάρια, τα επιτραπέζια και ο τζόγος.Εντούτοις, στις παραπάνω δραστηριότητες δεν συμμετείχαν γυναίκες. Για τους πλούσιους δημοφιλή ήταν τα δείπνα, που ανάλογα με την περίπτωση περιελάμβαναν μουσική, χορό και ανάγνωση λογοτεχνικών έργων.Οι πληβείοι οργάνωναν κι εκείνοι ορισμένες φορές ανάλογες γιορτές, αν και συνήθως το δείπνο για ψυχαγωγία συνήθως σήμαινε επίσκεψη σε κάποια ταβέρνα. Μια δημοφιλής μορφή διασκέδασης ήταν οι μονομαχίες. Οι μονομάχοι αγωνίζονταν είτε μέχρι θανάτου, είτε «μέχρι να χυθεί αίμα» με μια ποικιλία όπλων και σεναρίων. Οι αγώνες αυτοί γνώρισαν τη μεγαλύτερη ακμή τους την εποχή του Κλαυδίου, ο οποίος καθόρισε να αποφασίζει ο αυτοκράτορας το αποτέλεσμα του αγώνα με μια χειρονομία. Αντίθετα με την εικόνα που έχουμε από τις κινηματογραφικές ταινίες, ορισμένοι ιστορικοί απορρίπτουν πως η χειρονομία της γροθιάς με τον αντίχειρα στραμμένο κάτω σήμαινε θάνατο. Αν και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το ποιες ήταν ακριβώς αυτές οι χειρονομίες, ορισμένοι ειδικοί καταλήγουν πως υψωμένη γροθιά προς το νικητή και κατόπιν αντίχειρας προς τα πάνω σήμαινε «θάνατος», ενώ σηκωμένη γροθιά χωρίς δάχτυλο να εξέχει σήμαινε «έλεος».Ένα άλλο δημοφιλές θέαμα περιελάμβανε ζώα από μακρινές χώρες, τα οποία εκτίθονταν για να τα δει το κοινό, ή συνδυάζονταν με μονομαχία. Ένας φυλακισμένος ή μονομάχος, οπλισμένος ή άοπλος, τοποθετούταν στην αρένα και κατόπιν ελευθερωνόταν το ζώο.

Το Circus Maximus, ένα λαοφιλές μέρος στην Αρχαία Ρώμη, αρχικά χρησιμοποιήθηκε για ιπποδρομίες και αρματοδρομίες. Μπορούσε επίσης να γεμίσει με νερό και να στηθούν ψεύτικες ναυμαχίες.Το Circus είχε χωρητικότητα 385.000 ατόμων.Δύο ναοί, ένας με επτά μεγάλα αυγά κι ένας με επτά δελφίνια, έστεκαν στη νησίδα στη μέση του Circus Maximus, και κάθε φορά που ένας αγωνιζόμενος ολοκλήρωνε ένα γύρο, ένα από κάθε ομάδα κινούταν. Αυτό χρησίμευε στο να γνωρίζει ο αθλητής και ο κόσμος τη φάση στην οποία βρισκόταν ο αγώνας. Εκτός από σπορ, το Circus Maximus φιλοξενούσε αγορές και τζόγο. Υψηλά πρόσωπα, ακόμη και ο Αυτοκράτορας, επίσης παραβρίσκονταν σε αγώνες στο Circus Maximus, καθώς η απουσία τους θεωρούταν αγένεια. Τα υψηλά πρόσωπα και οι εμπλεκόμενοι με το εκάστοτε αγώνισμα κάθονταν σε κρατημένες θέσεις υψηλότερα από τον υπόλοιπο κόσμο. Επιπροσθέτως, θεωρούταν ανάρμοστο να υποστηρίζει ο αυτοκράτορας συγκεκριμένη ομάδα. Το Circus Maximus κατασκευάστηκε το 600 π.Χ. και φιλοξένησε την τελευταία αρματοδρομία το 549 μ.Χ., επιβιώνοντας ως θεσμός για μια χιλιετία.

πηγες:Wikipedia

Συνταξη:Γιωργος Στεφος